Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bergamòtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bergaˈmɔtta]

περγαμόντο citrus bergamia


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bere bergamotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bequadro (ουσ αρσ )
berchelio (ουσ αρσ )
berciare (ρ.αμτβ.)
bere (ουσ αρσ )
bere (ρ. μτβ.)
bergamotta (θηλ.ουσ)
bergamotto (ουσ αρσ )
beriberi (ουσ αρσ )
berillio (ουσ αρσ )
berillo (ουσ αρσ )
beriolo (ουσ αρσ )
berkelio (ουσ αρσ )
berlicche (ουσ αρσ )
berlina (θηλ.ουσ)
berlingaccio (ουσ αρσ )
berlingozzo (ουσ αρσ )
berlino (θηλ.ουσ)
bermuda (ουσ αρσ )
berna (θηλ.ουσ)
bernesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---