Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benzoìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bendzoˈino]

1 μοσχολίβανο
2 βάλσαμο liquidambar orientalis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benzoico benzolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benzenico (επίθ.)
benzina (θηλ.ουσ)
benzinaio (ουσ αρσ )
benzoato (ουσ αρσ )
benzoico (επίθ.)
benzoino (ουσ αρσ )
benzolo (ουσ αρσ )
beone (ουσ αρσ )
bequadro (ουσ αρσ )
berchelio (ουσ αρσ )
berciare (ρ.αμτβ.)
bere (ουσ αρσ )
bere (ρ. μτβ.)
bergamotta (θηλ.ουσ)
bergamotto (ουσ αρσ )
beriberi (ουσ αρσ )
berillio (ουσ αρσ )
berillo (ουσ αρσ )
beriolo (ουσ αρσ )
berkelio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---