Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benvolére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,bɛnvoˈlere]

1 μου αρέσει
2 αγαπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benvisto benzaldeide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bentonite (θηλ.ουσ)
bentornato (αρσ. επίθ και ουσ)
benveduto (επίθ.)
benvenuto (ουσ αρσ )
benvisto (επίθ.)
benvolere (ουσ αρσ )
benzaldeide (θηλ.ουσ)
benzedrina (θηλ.ουσ)
benzene (ουσ αρσ )
benzenico (επίθ.)
benzina (θηλ.ουσ)
benzinaio (ουσ αρσ )
benzoato (ουσ αρσ )
benzoico (επίθ.)
benzoino (ουσ αρσ )
benzolo (ουσ αρσ )
beone (ουσ αρσ )
bequadro (ουσ αρσ )
berchelio (ουσ αρσ )
berciare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---