ItalianoGreco


benpensànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,bɛnpenˈsante]

1 συνετός
2 συνετός άνθρωπος
3 συνηθισμένος άνθρωπος
4 λογικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---