Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenparlànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [bɛnparˈlante] 1 ρήτορας 2 σωστός ομιλητής 3 εύγλωττος 4 καλός ομιλητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |