Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benóne  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [beˈnone]

1 ωραία
2 πάρα πολύ καλά
3 εντάξει
4 εξαιρετικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bennato benparlante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benintenzionato (επίθ.)
beninteso (επίθ.)
benissimo (επίρ.)
benna (θηλ.ουσ)
bennato (επίθ.)
benone (επίρ.)
benparlante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benportante (επίθ.)
benservito (ουσ αρσ )
bensi (σύνδ.)
benthos (ουσ αρσ )
bentonite (θηλ.ουσ)
bentornato (αρσ. επίθ και ουσ)
benveduto (επίθ.)
benvenuto (ουσ αρσ )
benvisto (επίθ.)
benvolere (ουσ αρσ )
benzaldeide (θηλ.ουσ)
benzedrina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---