Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenfàtto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [benˈfatto] 1 καλοφτιαγμένος 2 καλοκαμωμένος 3 καλοσχηματισμένος 4 συμμετρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |