Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benedìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [beneˈdire]

ευλογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benedicite benedizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bene (ουσ αρσ )
bene (επίρ.)
bene (επιφ.)
benedetto (αρσ. επίθ και ουσ)
benedicite (ουσ αρσ )
benedire (ρ. μτβ.)
benedizione (θηλ.ουσ)
beneducato (επίθ.)
benefattore (αρσ. επίθ και ουσ)
benefattrice (θηλ.ουσ)
beneficare (ρ. μτβ.)
beneficenza (θηλ.ουσ)
beneficiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beneficiario (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficiata (θηλ.ουσ)
beneficiato (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficio (ουσ αρσ )
benefico (επίθ.)
benefizio (ουσ αρσ )
benemerente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---