Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beneducàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [beneduˈkato]

1 ευγενικός
2 καλοαναθρεμμένος
3 καλής ανατροφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benedizione benefattore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bene (επιφ.)
benedetto (αρσ. επίθ και ουσ)
benedicite (ουσ αρσ )
benedire (ρ. μτβ.)
benedizione (θηλ.ουσ)
beneducato (επίθ.)
benefattore (αρσ. επίθ και ουσ)
benefattrice (θηλ.ουσ)
beneficare (ρ. μτβ.)
beneficenza (θηλ.ουσ)
beneficiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beneficiario (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficiata (θηλ.ουσ)
beneficiato (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficio (ουσ αρσ )
benefico (επίθ.)
benefizio (ουσ αρσ )
benemerente (επίθ.)
benemerenza (θηλ.ουσ)
benemerito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---