Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benedétto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [beneˈdetto]

1 άγιος
2 πολυπόθητος
3 ευλογημένος
4 ιερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bene benedicite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bendatura (θηλ.ουσ)
bendisposto (επίθ.)
bene (ουσ αρσ )
bene (επίρ.)
bene (επιφ.)
benedetto (αρσ. επίθ και ουσ)
benedicite (ουσ αρσ )
benedire (ρ. μτβ.)
benedizione (θηλ.ουσ)
beneducato (επίθ.)
benefattore (αρσ. επίθ και ουσ)
benefattrice (θηλ.ουσ)
beneficare (ρ. μτβ.)
beneficenza (θηλ.ουσ)
beneficiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beneficiario (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficiata (θηλ.ουσ)
beneficiato (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficio (ουσ αρσ )
benefico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---