Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeneficiàrio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [benefiˈʧarjo] 1 στηριζόμενος σε άλλον 2 ευεργετούμενος 3 δικαιούχος 4 πλεονεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |