Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benefìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beneˈfiʧo]

1 ευεργεσία
2 προνόμιο
3 πλεονέκτημα
4 ωφέλεια
5 φέουδο
6 επίδομα ασθένειας ή αναπηρίας
7 βοήθεια
8 όφελος
9 επίδομα ασφαλιστικής κάλυψης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beneficiato benefico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

beneficenza (θηλ.ουσ)
beneficiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beneficiario (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficiata (θηλ.ουσ)
beneficiato (αρσ. επίθ και ουσ)
beneficio (ουσ αρσ )
benefico (επίθ.)
benefizio (ουσ αρσ )
benemerente (επίθ.)
benemerenza (θηλ.ουσ)
benemerito (επίθ.)
beneplacito (ουσ αρσ )
benessere (ουσ αρσ )
benestante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benestare (ουσ αρσ )
benevolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benevolenza (θηλ.ουσ)
benevolo (επίθ.)
benfatto (επίθ.)
bengala (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---