benefìcio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [beneˈfiʧo]
1 ευεργεσία
2 προνόμιο
3 πλεονέκτημα
4 ωφέλεια
5 φέουδο
6 επίδομα ασθένειας ή αναπηρίας
7 βοήθεια
8 όφελος
9 επίδομα ασφαλιστικής κάλυψης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [beneˈfiʧo]
1 ευεργεσία
2 προνόμιο
3 πλεονέκτημα
4 ωφέλεια
5 φέουδο
6 επίδομα ασθένειας ή αναπηρίας
7 βοήθεια
8 όφελος
9 επίδομα ασφαλιστικής κάλυψης
permalink
beneficio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android