Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeneficènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [benefiˈʧɛntsa] η ευεργεσία, η φιλανθρωπία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpesca [θηλ.] di beneficenza = η φιλανθρωπική κλήρωση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |