Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbène
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛne] το καλό bène επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛne] καλά bène επιφώνημα Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛne] εν τάξει! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(φόρεμα) andare bene = (vestito) μου πηγαίνει || ben cotto = καλοψημένος || bistecca [θηλ.] ben cotta = η μπριζόλα καλοψημένη || lo conosco molto bene = του τα ήπα απ' την καλή || non stare bene = δεν ταιριάζω || per il tuo bene... = το καλό που σου θέλω... || stare bene = είμαι καλά || va bene = εν τάξει || volere bene = αγαπώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |