Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bendàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [benˈdare]

1 (con benda) επιδένω
2 (sugli occhi) επιδένω τα μάτια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bendaggio bendatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benarrivato (ουσ αρσ )
benarrivato (επίθ.)
benché (σύνδ.)
benda (θηλ.ουσ)
bendaggio (ουσ αρσ )
bendare (ρ. μτβ.)
bendatura (θηλ.ουσ)
bendisposto (επίθ.)
bene (ουσ αρσ )
bene (επίρ.)
bene (επιφ.)
benedetto (αρσ. επίθ και ουσ)
benedicite (ουσ αρσ )
benedire (ρ. μτβ.)
benedizione (θηλ.ουσ)
beneducato (επίθ.)
benefattore (αρσ. επίθ και ουσ)
benefattrice (θηλ.ουσ)
beneficare (ρ. μτβ.)
beneficenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---