Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenarrivàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [benarriˈvato] καλωσόρισμα benarrivàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [benarriˈvato] καλοδεχούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |