Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbemòlle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [beˈmɔlle] 1 μπεμόλ 2 ύφεση (μουσική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |