Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bemòlle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beˈmɔlle]

1 μπεμόλ
2 ύφεση (μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  belzebù benaccetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

belluino (επίθ.)
beltà (θηλ.ουσ)
belva (θηλ.ουσ)
belvedere (ουσ αρσ )
belzebù (ουσ αρσ )
bemolle (ουσ αρσ )
benaccetto (επίθ.)
benallevato (επίθ.)
benamato (επίθ.)
benanche (σύνδ.)
benarrivato (ουσ αρσ )
benarrivato (επίθ.)
benché (σύνδ.)
benda (θηλ.ουσ)
bendaggio (ουσ αρσ )
bendare (ρ. μτβ.)
bendatura (θηλ.ουσ)
bendisposto (επίθ.)
bene (ουσ αρσ )
bene (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---