Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


belluìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [belluˈino]

1 κτηνώδης
2 άγριος
3 θηριώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bellospirito beltà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bellimbusto (ουσ αρσ )
bellino (επίθ.)
bello (ουσ αρσ )
bello (επίθ.)
bellospirito (ουσ αρσ )
belluino (επίθ.)
beltà (θηλ.ουσ)
belva (θηλ.ουσ)
belvedere (ουσ αρσ )
belzebù (ουσ αρσ )
bemolle (ουσ αρσ )
benaccetto (επίθ.)
benallevato (επίθ.)
benamato (επίθ.)
benanche (σύνδ.)
benarrivato (ουσ αρσ )
benarrivato (επίθ.)
benché (σύνδ.)
benda (θηλ.ουσ)
bendaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---