Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benallevàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [benalleˈvato]

1 καλοαναθρεμμένος
2 μορφωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benaccetto benamato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

belva (θηλ.ουσ)
belvedere (ουσ αρσ )
belzebù (ουσ αρσ )
bemolle (ουσ αρσ )
benaccetto (επίθ.)
benallevato (επίθ.)
benamato (επίθ.)
benanche (σύνδ.)
benarrivato (ουσ αρσ )
benarrivato (επίθ.)
benché (σύνδ.)
benda (θηλ.ουσ)
bendaggio (ουσ αρσ )
bendare (ρ. μτβ.)
bendatura (θηλ.ουσ)
bendisposto (επίθ.)
bene (ουσ αρσ )
bene (επίρ.)
bene (επιφ.)
benedetto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---