Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenallevàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [benalleˈvato] 1 καλοαναθρεμμένος 2 μορφωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |