Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛllo] 1 αγάπη 2 αγαπημένος 3 φίλος γυναίκας 4 ομορφιά 5 καλλονή bèllo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛllo] ωραίος (-α, -ο), όμορφος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbella copia [θηλ.] = το καθαρό αντίγραφο || che bello! = τι ωραίο! || fare bella figura = κάνω καλή εντύπωση || le Belle Arti [θηλ. πλυθ.] = οι Καλές Τέχνες [f.] || un bel niente [αρσ.] = απολύτως τίποτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |