Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbelligerànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [belliʤeˈrante] 1 αντίπαλος 2 εχθρός (εχθρική χώρα ή αντίπαλος) belligerànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [belliʤeˈrante] 1 μαχητικός 2 εχθρικός 3 εμπόλεμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |