Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bellicìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [belliˈʧista]

1 υποκινητής πολέμου
2 γεράκι (οπαδός του πολέμου)
3 υπέρμαχος πολέμου
4 πολεμοκάπηλος

bellicìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [belliˈʧista]

1 μαχητικός
2 εχθρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bellicismo bellico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bellamente (επίρ.)
belletta (θηλ.ουσ)
belletto (ουσ αρσ )
bellezza (θηλ.ουσ)
bellicismo (ουσ αρσ )
bellicista (ουσ αρσ και θηλ.)
bellicista (επίθ.)
bellico (ουσ αρσ )
bellico (επίθ.)
bellicoso (επίθ.)
belligerante (ουσ αρσ και θηλ.)
belligerante (επίθ.)
belligeranza (θηλ.ουσ)
belligero (επίθ.)
bellimbusto (ουσ αρσ )
bellino (επίθ.)
bello (ουσ αρσ )
bello (επίθ.)
bellospirito (ουσ αρσ )
belluino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---