Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbellìco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [belˈliko] 1 ομφαλός 2 αφαλός bèllico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛlliko] πολεμικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |