Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bellézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [belˈlettsa]

η ομορφιά, η καλλονή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  belletto bellicismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


istituto [αρσ.] di bellezza = το ινστιτούτο ομορφιάς || salone [αρσ.] di bellezza = το σαλόνι ομορφιάς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bella (θηλ.ουσ)
belladonna (θηλ.ουσ)
bellamente (επίρ.)
belletta (θηλ.ουσ)
belletto (ουσ αρσ )
bellezza (θηλ.ουσ)
bellicismo (ουσ αρσ )
bellicista (ουσ αρσ και θηλ.)
bellicista (επίθ.)
bellico (ουσ αρσ )
bellico (επίθ.)
bellicoso (επίθ.)
belligerante (ουσ αρσ και θηλ.)
belligerante (επίθ.)
belligeranza (θηλ.ουσ)
belligero (επίθ.)
bellimbusto (ουσ αρσ )
bellino (επίθ.)
bello (ουσ αρσ )
bello (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---