Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bellétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [belˈletta]

1 βαλτότοπος
2 λάσπη
3 βούρκος
4 βόρβορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bellamente belletto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

belgio (κύρ.όν. αρσ.)
Belgrado (ουσ αρσ )
bella (θηλ.ουσ)
belladonna (θηλ.ουσ)
bellamente (επίρ.)
belletta (θηλ.ουσ)
belletto (ουσ αρσ )
bellezza (θηλ.ουσ)
bellicismo (ουσ αρσ )
bellicista (ουσ αρσ και θηλ.)
bellicista (επίθ.)
bellico (ουσ αρσ )
bellico (επίθ.)
bellicoso (επίθ.)
belligerante (ουσ αρσ και θηλ.)
belligerante (επίθ.)
belligeranza (θηλ.ουσ)
belligero (επίθ.)
bellimbusto (ουσ αρσ )
bellino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---