Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bellimbùsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bellimˈbusto]

1 κομψευόμενος
2 δανδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  belligero bellino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bellicoso (επίθ.)
belligerante (ουσ αρσ και θηλ.)
belligerante (επίθ.)
belligeranza (θηλ.ουσ)
belligero (επίθ.)
bellimbusto (ουσ αρσ )
bellino (επίθ.)
bello (ουσ αρσ )
bello (επίθ.)
bellospirito (ουσ αρσ )
belluino (επίθ.)
beltà (θηλ.ουσ)
belva (θηλ.ουσ)
belvedere (ουσ αρσ )
belzebù (ουσ αρσ )
bemolle (ουσ αρσ )
benaccetto (επίθ.)
benallevato (επίθ.)
benamato (επίθ.)
benanche (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---