Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verbóso (επίθ.) vergàta (θηλ.ουσ)
verdàstro (ουσ αρσ ) vergatìna (θηλ.ουσ)
verdàstro (επίθ.) vergatìno (αρσ. επίθ και ουσ)
verdazzùrro (αρσ. επίθ και ουσ) vergàto (αρσ. επίθ και ουσ)
vérde (ουσ αρσ ) vergatùra (θηλ.ουσ)
vérde (επίθ.) vergèlla (θηλ.ουσ)
verdeggiànte (επίθ.) vergènza (θηλ.ουσ)
verdeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) verginàle (επίθ.)
verdèllo (ουσ αρσ ) vérgine (θηλ.ουσ)
verdemàre (αρσ. επίθ και ουσ) vérgine (επίθ.)
verderàme (ουσ αρσ ) vergìneo (επίθ.)
verderàme (επίθ.) verginità (θηλ.ουσ)
verdésca (θηλ.ουσ) vergógna, vergògna (θηλ.ουσ)
verdétto (ουσ αρσ ) vergognàrsi (ρ.μ. (αντων.))
verdìccio (αρσ. επίθ και ουσ) vergognosaménte (επίρ.)
verdógnolo, verdògnolo (αρσ. επίθ και ουσ) vergognóso (επίθ.)
verdolìno (αρσ. επίθ και ουσ) vérgola (θηλ.ουσ)
verdóne (ουσ αρσ ) veridicaménte (επίρ.)
verdóne (επίθ.) veridicità (θηλ.ουσ)
verdùra (θηλ.ουσ) verìdico (επίθ.)
verecondaménte (επίρ.) verìfica (θηλ.ουσ)
verecóndia (θηλ.ουσ) verificàbile (επίθ.)
verecóndo (επίθ.) verificabilità (θηλ.ουσ)
vérga (θηλ.ουσ) verificàre (ρ. μτβ.)
vergàre (ρ. μτβ.) verificarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: