Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verbóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [verˈboso], [verˈbozo]

1 γλωσσάς
2 λογάς
3 φαφλατάς
4 φλύαρος
5 πολυλογάς
6 αεριτζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verbosità verdastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verbigerazione (θηλ.ουσ)
verbigrazia (επίρ.)
verbo (ουσ αρσ )
verbosamente (επίρ.)
verbosità (θηλ.ουσ)
verboso (επίθ.)
verdastro (ουσ αρσ )
verdastro (επίθ.)
verdazzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
verde (ουσ αρσ )
verde (επίθ.)
verdeggiante (επίθ.)
verdeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verdello (ουσ αρσ )
verdemare (αρσ. επίθ και ουσ)
verderame (ουσ αρσ )
verderame (επίθ.)
verdesca (θηλ.ουσ)
verdetto (ουσ αρσ )
verdiccio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---