Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vérde  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈverde]

(ecologista) ο οικολόγος

vérde  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈverde]

πράσινος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verdazzurro verdeggiante  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


benzina [θηλ.] verde = η αμόλυβδη; η αμόλυβδη βενζίνη || essere al verde = είμαι ταπί || pistacchio [αρσ.] verde = το φυστίκι Αιγίνης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verbosità (θηλ.ουσ)
verboso (επίθ.)
verdastro (ουσ αρσ )
verdastro (επίθ.)
verdazzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
verde (ουσ αρσ )
verde (επίθ.)
verdeggiante (επίθ.)
verdeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verdello (ουσ αρσ )
verdemare (αρσ. επίθ και ουσ)
verderame (ουσ αρσ )
verderame (επίθ.)
verdesca (θηλ.ουσ)
verdetto (ουσ αρσ )
verdiccio (αρσ. επίθ και ουσ)
verdognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
verdolino (αρσ. επίθ και ουσ)
verdone (ουσ αρσ )
verdone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---