Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόverdóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [verˈdone] 1 σπίνος chloris chloris 2 σκούρο πράσινο verdóne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [verˈdone] σκούρος πράσινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |