Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvérga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈverga] 1 μπαστούνι 2 γκλίτσα 3 πούτσος 4 πέος 5 ράβδος 6 βέργα 7 κλαδάκι χωρίς φύλλα 8 σκήπτρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |