Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vergìneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [verˈʤineo]

παρθενικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vergine verginità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergella (θηλ.ουσ)
vergenza (θηλ.ουσ)
verginale (επίθ.)
vergine (θηλ.ουσ)
vergine (επίθ.)
vergineo (επίθ.)
verginità (θηλ.ουσ)
vergogna (θηλ.ουσ)
vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---