Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vergognàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [vergoɲˈɲarsi]

ντρέπομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vergogna vergognosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mi vergogno = δεν έχω μούτρα να το δώ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergine (θηλ.ουσ)
vergine (επίθ.)
vergineo (επίθ.)
verginità (θηλ.ουσ)
vergogna (θηλ.ουσ)
vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))
verificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
verificatrice (θηλ.ουσ)
verismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---