Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vergognóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vergoɲˈɲoso], [vergoɲˈɲozo]

1 ντροπαλός
2 ντροπιασμένος
3 ντρεπόμενος
4 αισχρός
5 επαίσχυντος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vergognosamente vergola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vergineo (επίθ.)
verginità (θηλ.ουσ)
vergogna (θηλ.ουσ)
vergognarsi (ρ.μ. (αντων.))
vergognosamente (επίρ.)
vergognoso (επίθ.)
vergola (θηλ.ουσ)
veridicamente (επίρ.)
veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))
verificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
verificatrice (θηλ.ουσ)
verismo (ουσ αρσ )
verista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---