Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [verifiˈkare]

επαληθεύω

verificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [verifiˈkarsi]

1 αληθεύω
2 συμβαίνω
3 λαμβάνω χώρα
4 επιβεβαιώνομαι
5 επαληθεύομαι
6 βγαίνω αληθινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verificabilità verificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veridicità (θηλ.ουσ)
veridico (επίθ.)
verifica (θηλ.ουσ)
verificabile (επίθ.)
verificabilità (θηλ.ουσ)
verificare (ρ. μτβ.)
verificarsi (ρ.μ. (αντων.))
verificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
verificatrice (θηλ.ουσ)
verismo (ουσ αρσ )
verista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veristico (επίθ.)
verità (θηλ.ουσ)
veritiero (επίθ.)
verla (θηλ.ουσ)
verme (ουσ αρσ )
vermeil (ουσ αρσ )
vermena (θηλ.ουσ)
vermicaio (ουσ αρσ )
vermicello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---