Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόverificatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [verifikaˈtore] 1 ελεγκτής 2 εξεταστής 3 εκτιμητής 4 επιθεωρητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |