ItalianoGreco


vermeil  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [verˈmɛj]

1 ροδόχρους
2 χρυσοκόκκινος
3 πορφυρός
4 ροδοκόκκινος
5 επίχρυσος άργυρος
6 κατακόκκινος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---