Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvermìglio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [verˈmiʎʎo] 1 ζωηρό ερυθρό χρώμα 2 κινναβάρινο χρώμα 3 ερυθρά χρωστική κινναβάρεως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |