Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vermìglio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [verˈmiʎʎo]

1 ζωηρό ερυθρό χρώμα
2 κινναβάρινο χρώμα
3 ερυθρά χρωστική κινναβάρεως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vermifugo vermiglione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vermicolare (θηλ. επίθ και ουσ)
vermicoloso (επίθ.)
vermiculite (θηλ.ουσ)
vermiforme (επίθ.)
vermifugo (αρσ. επίθ και ουσ)
vermiglio (αρσ. επίθ και ουσ)
vermiglione (ουσ αρσ )
verminazione (θηλ.ουσ)
verminosi (θηλ.ουσ)
verminoso (επίθ.)
vermut (ουσ αρσ )
vernaccia (θηλ.ουσ)
vernacolo (ουσ αρσ )
vernacolo (επίθ.)
vernale (επίθ.)
vernalizzare (ρ. μτβ.)
vernalizzazione (θηλ.ουσ)
vernazione (θηλ.ουσ)
vernice (θηλ.ουσ)
verniciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---