Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvernìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [verˈniʧe] 1 το βερνίκι, η μπογιά 2 (trasparente) το λούστρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |