Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvernàcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [verˈnakolo] 1 λαλούμενη γλώσσα ή διάλεκτος 2 καθομιλουμένη 3 διάλεκτος 4 ντοπιολαλιά vernàcolo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [verˈnakolo] 1 καθομιλούμενος 2 τοπικός (για γλώσσα) 3 λαλούμενος 4 κοινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |