Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvéro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvero] η αλήθεια véro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvero] αληθινός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcome è vero Iddio! = όπως σε βλέπω και με βλέπεις! || non è affatto vero = δεν είναι καθόλου αλήθεια || non è vero! = λες ψέματα! || un vero signore [αρσ.] = κύριος με τα όλα του || vero o falso? = αλήθεια ή ψέματα; Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |