Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόverricèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [verriˈʧɛllo] 1 εργάτης (μηχάνημα) 2 εργατοκύλινδρος 3 πόμπα άγκυρας 4 μάγκανο 5 βαρούλκο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |