Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verricèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [verriˈʧɛllo]

1 εργάτης (μηχάνημα)
2 εργατοκύλινδρος
3 πόμπα άγκυρας
4 μάγκανο
5 βαρούλκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verosimile verrina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veronese (ουσ αρσ )
veronese (επίθ.)
veronica (θηλ.ουσ)
verosimiglianza (θηλ.ουσ)
verosimile (αρσ. επίθ και ουσ)
verricello (ουσ αρσ )
verrina (θηλ.ουσ)
verro (ουσ αρσ )
verruca (θηλ.ουσ)
verrucoso (επίθ.)
versaccio (ουσ αρσ )
versamento (ουσ αρσ )
versante (ουσ αρσ )
versante (επίθ.)
versare (ρ.αμτβ.)
versare (ρ. μτβ.)
versarsi (ρ.μ. (αντων.))
versatile (επίθ.)
versatilità (θηλ.ουσ)
versato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---