Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


versànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [verˈsante]

1 κλιτύς
2 κατηφόρα
3 πλαγιά
4 κατηφοριά

versànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [verˈsante]

1 αυτός που πληρώνει
2 αποταμιευτής
3 καταθέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  versamento versare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verro (ουσ αρσ )
verruca (θηλ.ουσ)
verrucoso (επίθ.)
versaccio (ουσ αρσ )
versamento (ουσ αρσ )
versante (ουσ αρσ )
versante (επίθ.)
versare (ρ.αμτβ.)
versare (ρ. μτβ.)
versarsi (ρ.μ. (αντων.))
versatile (επίθ.)
versatilità (θηλ.ουσ)
versato (επίθ.)
verseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verseggiatore (ουσ αρσ )
verseggiatura (θηλ.ουσ)
versetto (ουσ αρσ )
versiera (θηλ.ουσ)
versificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
versificatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---