Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


versièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [verˈsjɛra]

1 στρίγκλα
2 μέγαιρα
3 διαβόλισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  versetto versificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

versato (επίθ.)
verseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
verseggiatore (ουσ αρσ )
verseggiatura (θηλ.ουσ)
versetto (ουσ αρσ )
versiera (θηλ.ουσ)
versificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
versificatore (ουσ αρσ )
versificazione (θηλ.ουσ)
versiliberista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
versione (θηλ.ουσ)
verso (ουσ αρσ )
verso (πρόθ.)
versoio (ουσ αρσ )
vertebra (θηλ.ουσ)
vertebrale (επίθ.)
vertebrato (ουσ αρσ )
vertebrato (επίθ.)
vertente (επίθ.)
vertenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---