Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvertebràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [verteˈbrato] 1 σπονδυλόζωο 2 σπονδυλωτό vertebràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [verteˈbrato] 1 σπονδυλωτός 2 σπονδυλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |