Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vertebràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [verteˈbrato]

1 σπονδυλόζωο
2 σπονδυλωτό

vertebràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [verteˈbrato]

1 σπονδυλωτός
2 σπονδυλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vertebrale vertente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verso (ουσ αρσ )
verso (πρόθ.)
versoio (ουσ αρσ )
vertebra (θηλ.ουσ)
vertebrale (επίθ.)
vertebrato (ουσ αρσ )
vertebrato (επίθ.)
vertente (επίθ.)
vertenza (θηλ.ουσ)
vertere (ρ.αμτβ.)
verticale (θηλ.ουσ)
verticale (επίθ.)
verticalismo (ουσ αρσ )
verticalità (θηλ.ουσ)
vertice (ουσ αρσ )
verticillato (επίθ.)
verticillo (ουσ αρσ )
verticistico (επίθ.)
vertigine (θηλ.ουσ)
vertiginoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---