Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vèrtere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛrtere]

1 είμαι σχετικός (με κάτι)
2 εκκρεμώ
3 πρόκειται
4 αφορώ
5 ενδιαφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vertenza verticale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vertere su = περιστρέφομαι γύρο από


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vertebrale (επίθ.)
vertebrato (ουσ αρσ )
vertebrato (επίθ.)
vertente (επίθ.)
vertenza (θηλ.ουσ)
vertere (ρ.αμτβ.)
verticale (θηλ.ουσ)
verticale (επίθ.)
verticalismo (ουσ αρσ )
verticalità (θηλ.ουσ)
vertice (ουσ αρσ )
verticillato (επίθ.)
verticillo (ουσ αρσ )
verticistico (επίθ.)
vertigine (θηλ.ουσ)
vertiginoso (επίθ.)
verve (θηλ.ουσ)
verza (θηλ.ουσ)
verzellino (ουσ αρσ )
verziere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---