Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verve  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛrv]

1 οίστρος
2 σφρίγος
3 ενθουσιασμός
4 έμπνευση
5 ζωηρότητα
6 ζωντάνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vertiginoso verza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verticillato (επίθ.)
verticillo (ουσ αρσ )
verticistico (επίθ.)
vertigine (θηλ.ουσ)
vertiginoso (επίθ.)
verve (θηλ.ουσ)
verza (θηλ.ουσ)
verzellino (ουσ αρσ )
verziere (ουσ αρσ )
verzura (θηλ.ουσ)
vescia (θηλ.ουσ)
vescica (θηλ.ουσ)
vescicale (επίθ.)
vescicante (αρσ. επίθ και ουσ)
vescicatorio (επίθ.)
vescicazione (επίθ.)
vescichetta (θηλ.ουσ)
vescicola (θηλ.ουσ)
vescicolare (επίθ.)
vescovado (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---