Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


véscia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈveʃʃa]

1 μανιτάρι Lycoperdon perlatum
2 πορδή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verzura vescica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verve (θηλ.ουσ)
verza (θηλ.ουσ)
verzellino (ουσ αρσ )
verziere (ουσ αρσ )
verzura (θηλ.ουσ)
vescia (θηλ.ουσ)
vescica (θηλ.ουσ)
vescicale (επίθ.)
vescicante (αρσ. επίθ και ουσ)
vescicatorio (επίθ.)
vescicazione (επίθ.)
vescichetta (θηλ.ουσ)
vescicola (θηλ.ουσ)
vescicolare (επίθ.)
vescovado (ουσ αρσ )
vescovato (ουσ αρσ )
vescovile (επίθ.)
vescovo (ουσ αρσ )
vespa (θηλ.ουσ)
vespaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---