Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvescicànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [veʃʃiˈkante] 1 φυσαλλιδώδης 2 κυστικός 3 κυψελιδικός 4 εκδόριος 5 φλυκταινώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |