Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvespàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vesˈpajo] 1 θεμελίωση επάνω σε χαλαρά πετρώματα 2 δερματοπάθεια οφειλόμενη στον μύκητα Trichophyton schoenleinii 3 σφηκοφωλιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |