Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vespàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vesˈpajo]

1 θεμελίωση επάνω σε χαλαρά πετρώματα
2 δερματοπάθεια οφειλόμενη στον μύκητα Trichophyton schoenleinii
3 σφηκοφωλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vespa vespasiano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vescovado (ουσ αρσ )
vescovato (ουσ αρσ )
vescovile (επίθ.)
vescovo (ουσ αρσ )
vespa (θηλ.ουσ)
vespaio (ουσ αρσ )
vespasiano (ουσ αρσ )
vespero (ουσ αρσ )
vespertilio (ουσ αρσ )
vespertillo (ουσ αρσ )
vespertino (επίθ.)
vespista (ουσ αρσ και θηλ.)
vespro (ουσ αρσ )
vessare (ρ. μτβ.)
vessatore (ουσ αρσ )
vessatorio (επίθ.)
vessazione (θηλ.ουσ)
vessillifero (ουσ αρσ )
vessillo (ουσ αρσ )
vestaglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---